πυροπώλης

From LSJ
Revision as of 16:57, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡροπώλης Medium diacritics: πυροπώλης Low diacritics: πυροπώλης Capitals: ΠΥΡΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: pyropṓlēs Transliteration B: pyropōlēs Transliteration C: pyropolis Beta Code: puropw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, wheat-merchant, corn-merchant, Poll. 7.18.

German (Pape)

[Seite 824] ὁ, Weizenverkäufer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῡροπώλης: -ου, ὁ, πωλητὴς σίτου, σιτέμπορος, Πολυδ. Ζ´, 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de blé.
Étymologie: πυρός, πωλέω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πωλητής σιτηρών, σιτέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. προβατοπώλης.

Greek Monotonic

πῡροπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), πωλητής σιταριού, σιτέμπορος.

Middle Liddell

πῡρο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a wheat-merchant.