σκάριφος
English (LSJ)
ὁ, = κάρφος, φρύγανον, γραφίς, Sch.Ar.Ra.1545; = ξέσις, γραφή, μίμησις ἀκριβὴς τύπου (τόπου cod.), Hsch.; also σκάριφον, τό, EM273.33.
German (Pape)
[Seite 890] ὁ, eigentl. ein Wort mit κάρφος; Scln.l. Ar. Ran. 1493 τὸ κάρφος καὶ φρύγανον, μᾶλλον δὲ ἡ γραφίς; also bes. ein Stift, Griffel, Umrisse od. Figuren in den Sand, in Wachstafeln einzuritzen; dah. ein Umriß, eine Skizze, ein Entwurf, Hesych. ξέσις, γραφή, μίμησις ἀκριβὴς τύπ ου.
Greek (Liddell-Scott)
σκάρῑφος: ὁ, κυρίως ταὐτὸν τῷ κάρφος, πρβλ. σκαρφίον· - ἀλλ’ ἐν τῇ χρήσει σημαίνει, 1) μολυβδοκόνδυλον ἢ γραφίδα, κονδύλιον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1545 (1497), Ἡσύχ.· ὡσαύτως σκάριφον, Ἐτυμολ. Μέγ. 273. 34. 2) σχέδιον, ἰχνογράφημα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. «ξέσις, γραφή, μίμησις ἀκριβὴς τόπου» Ἡσύχ.· ὡσαύτως σκάριφον, τό, Εὐσταθ. Πονημάτ. 326. 61.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
stylet pour écrire ou dessiner.
Étymologie: DELG cf. lat. scribo !.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σκάριφο, το, Ν, και σκάριφον Α
πρόχειρο σχέδιο, ιχνογράφημα, σκαρίφημα
νεοελλ.
σκαριφητήρας, ξαριστής
αρχ.
1. σχέδιο για ένα κτήριο
2. κοντύλι ή αιχμηρό όργανο για την εγχάραξη σχημάτων ή ιχνογραφημάτων και κυρίως πάνω στην άμμο ή σε κηρωμένη σανίδα
3. (κατά τον Ησύχ.) «ξέσις, γραφή, μίμησις ἀκριβὴς τύπου»
4. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «τὸ κάρφος καὶ φρύγανον, μᾶλλον δὲ ἡ γραφίς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. του ρ. σκαριφῶμαι].