ταλασιουργός

From LSJ
Revision as of 10:39, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰσιουργός Medium diacritics: ταλασιουργός Low diacritics: ταλασιουργός Capitals: ΤΑΛΑΣΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: talasiourgós Transliteration B: talasiourgos Transliteration C: talasiourgos Beta Code: talasiourgo/s

English (LSJ)

ὁ, ἡ, wool-spinner, Id.Ion540c, Trypho ap.Ath.14.618d.

German (Pape)

[Seite 1065] Wolle bearbeitend, spinnend; γυνή Plat. Ion 540 c; ὁ ταλασιουργός, der Wollspinner.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰσιουργός: ὁ, ἡ, (*ἔργω) ὁ ταλασιουργῶν, ὁ κλώθων ἔρια, κατεργαζόμενος αὐτά, Πλάτ. Ἴων 540C, Ἀθήν. 618D.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille ou qui file la laine.
Étymologie: ταλασία, ἔργον.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
αυτός που ασχολείται με την ταλασιουργία, δηλαδή την κατεργασία του μαλλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλασία «επεξεργασία ερίου» + -ουργός (< έργον), πρβλ. ιστουργός].

Greek Monotonic

τᾰλᾰσιουργός: ὁ, ἡ (*ἔργω), αυτός που κλώθει, που κατεργάζεται μαλλί, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλᾰσῐουργός: прядущий шерсть (γυνή Plat.).

Middle Liddell

τᾰλᾰσι-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
a wool-spinner, Plat.

English (Woodhouse)

spinner of wool

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)