φύστις
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
f.l. in A.Pers.926 (anap., leg. πάνυ ταρφύς τις, for πάνυ γὰρ φύστις).
German (Pape)
[Seite 1319] ἡ, poet. statt φύσις 3, Nachkommenschaft, Geschlecht, Aesch. Pers. 890.
Greek (Liddell-Scott)
φύστις: -εως, ἡ, (φύω) ἀμφίβ. τύπος τοῦ φύσις IV, γενεά, ἀπόγονοι, Αἰσχύλου Πέρσ. 926˙ ἀλλ’ ὁ Franz ἀναγινώσκει πάνυ ταρφύς τις, ἀντὶ πάνυ γὰρ φύστις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
postérité, race.
Étymologie: φύω.
Greek Monotonic
φύστις: -εως, ἡ (φύω), απόγονοι, γενιά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φύστις: εως ἡ потомство, род (Aesch. - v.l. ταρφύς).