χερσονησοειδής

From LSJ
Revision as of 20:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερσονησοειδής Medium diacritics: χερσονησοειδής Low diacritics: χερσονησοειδής Capitals: ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: chersonēsoeidḗs Transliteration B: chersonēsoeidēs Transliteration C: chersonisoeidis Beta Code: xersonhsoeidh/s

English (LSJ)

later χερρ-, ές, peninsular, Hdt.7.22, Str.9.1.9; σκόπελος, of Circeii, D.H.4.63.

German (Pape)

[Seite 1351] ές, att. χεῤῥον., von der Art einer Halbinsel, ihr ähnlich; Her. 7, 22; Strab.

Greek (Liddell-Scott)

χερσονησοειδής: νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, ές, ὅμοιος πρὸς χερσόνησον, ἐπὶ τοῦ Ἄθω, Ἡρόδ. 7. 22, Στράβ. 393· καὶ χερρονησώδης, ες, ὁ αὐτ. 683.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à une presqu’île.
Étymologie: χερσόνησος, εἶδος.

Greek Monolingual

και χερρονησοειδής, -ές, Α
όμοιος στο σχήμα με χερσόνησο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χερσόνησος /χερρόνησος + -ειδής].

Greek Monotonic

χερσονησοειδής: μεταγεν., Αττ. χερρ-, -ές (εἶδος), όμοιος με χερσόνησο, χερσονησοειδής, λέγεται για τη χερσόνησο του Άθω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

χερσονησοειδής: имеющий вид полуострова (τὸ οὖρος Her.).

Middle Liddell

εἶδος
like a peninsula, peninsular, of Mount Athos, Hdt.