ἀγακλυτός
From LSJ
English (LSJ)
όν, A = ἀγακλειτός (very glorious, very famous, far-famed), Il.6.426, Hes.Th.945, etc. 2 of things, ἀ. δώματα Od.3.388, 7.3,46.
German (Pape)
[Seite 7] ή, όν, sehr berühmt, Hom. Iliad. nur 6, 436, Odyss. öfter; ἀγ. δῶματα Od. 3, 388 u. 428. 7, 3 u. 46, sonst Beiw. von Heroen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγακλυτός: -όν, = ἀγακλεής, -κλειτός. Λατ. inclytus, Ὁμ. (πρὸ πάντων ἐν Ὀδ. ἐν Ἰλ. μόνον ἐν Ζ, 436. -Ἰδομενῆα), καὶ Ἡσ. ἰδίᾳ ἐπὶ ἀνθρώπων. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀγ. δώματα, Ὀδ. Γ. 388, 428., Η. 3, 46.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
très illustre.
Étymologie: ἄγαν, κλυτός.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
ἀγακλυτός: -όν,
1. = ἀγακλειτός, Λατ. inclytus, λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ., Ησίοδ.
2. λέγεται και για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγακλῠτός: Hom. = ἀγακλεής.
Middle Liddell
= ἀγακλειτός,] [cf. κτίζω
1. Lat. inclytus, of men, Hom., Hes.
2. of things, Od.