ἀμισής

From LSJ
Revision as of 12:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμῑσής Medium diacritics: ἀμισής Low diacritics: αμισής Capitals: ΑΜΙΣΗΣ
Transliteration A: amisḗs Transliteration B: amisēs Transliteration C: amisis Beta Code: a)mish/s

English (LSJ)

ές, not hateful, agreeable, Ph.2.70, Plu.2.10a: Comp. -έστερος less troublesome, X.Eq.8.9. Adv. -σῶς Ph.2.57.

Spanish (DGE)

(ἀμῑσής) -ές
1 no odioso, agradable ἀμισέστερα γὰρ καὶ ταῦτα τῷ ἵππῳ X.Eq.8.9, ἀμισῆ καὶ ἀνεπαχθῆ βίον ζῶντες Ph.1.390, οἱ παῖδες ἀμισεῖς γίγνοιντ' ἂν τοῖς συνοῦσι Plu.2.10a
subst. αἱ ... παρασκευαὶ τὸ ἀμισὲς εἶχον los arreglos tenían buen gusto Ph.2.70.
2 adv. -ῶς agradablemente ἀ. καὶ ἀνεπάφως Ph.2.57.

German (Pape)

[Seite 125] ές (μῖσος), nicht verhaßt, ἀμισέστερα τῷ ἵππῳ, dem Pferde weniger unangenehm, Xen. Equ. 8, 9; Plut. ed. lib. 14. – Adv., Phil.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμῐσής: -ές, ὁ μὴ μισητός, Πλουτ. 2. 10Α: - Συγκρ. ἀμισέστερος, ἧττον δυσάρεστος, ἀμισέστερα γὰρ τῷ ἵππῳ καὶ ταῦτα Ξεν. π. Ἱππ. 8, 9: - Ἐπίρρ. -σῶς, Φίλων 2. 57.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non odieux.
Étymologie: , μῖσος.

Greek Monolingual

ἀμισής, -ές (Α)
αυτός που δεν είναι μισητός ή δυσάρεστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + -μισὴς < μῖσος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμισία.

Russian (Dvoretsky)

ἀμῑσής: не внушающий неприязни, не неприятный Xen., Plut.