ἀλαβαρχία
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
[ᾰλ], ἡ office of ἀλαβάρχης, J.AJ20.7.3; also ἐξ ἀλαβαρχείης AP11.383 (Pall.).
Spanish (DGE)
(ἀλᾰβαρχία) -ας, ἡ
• Alolema(s): ἀλαβαρχείη AP 11.383 (Pall.)
• Prosodia: [ᾰ-]
función de administrador general de impuestos I.AI 20.147, AP l.c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλᾰβαρχία: [ᾰλ], ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀλαβάρχου, Ἰωσήπ. Α. Ἰ. 20. 7, 3· ἐξ ἀλαβαρχίης [ῑ], Ἀνθ. Π. 12. 383.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
charge d'ἀλαβάρχης.
Greek Monolingual
ἀλαβαρχία, η (Α) ἀλαβάρχης
το αξίωμα του αλαβάρχη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλαβαρχία -ας, ἡ, Ion. ἀλαβαρχείη, ambt van alabarch (belastinginspecteur in Alexandrië).