ἀπεοικώς

From LSJ
Revision as of 21:19, 15 January 2022 by Spiros (talk | contribs)

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεοικώς: Ἀττ. ἀπεικῶς, υῖα, ός, μετοχ. τοῦ ἀπέοικα (ὅπερ ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγεν. συγγραφ., Ἀρρ. Ἰνδ. 6. 8, Πλουτ. Περικλ. 8): παράλογος, ἀνάρμοστος, ἄδικος, παρὰ τὸ πρέπον, παρὰ φύσιν, οὐκ ἀπεικὸς Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Ἀντιφῶν 117. 1· οὐκ ἀπεικὸς Πολύβ. 2. 62, 8· ἀπεοικὼς πρὸς τὰ καλά, ἀνάρμοστος, μὴ διατεθειμένος πρὸς ἐκτέλεσιν γενναίων ἔργων, ὁ αὐτ. 6. 26, 12· συχνάκις παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Οὐϋττεμβαχ. Πίν. Πλουτ.: ― Ἐπίρρ. ἀπεοικότως, ἀλόγως, Θουκ. 6. 55· ἀλλ’ ἐν 1. 73., 2. 8., 8. 68, ἔχει οὐκ ἀπεικότως.

French (Bailly abrégé)

v. ἀπέοικα.

Greek Monotonic

ἀπεοικώς: Αττ. ἀπ-εικώς, -υῖα, -ός, μτχ. του ἀπέοικα, που χρησιμ. ως επίθ., παράλογος, αδικαιολόγητος, απρεπής, ανάρμοστος, σε Αντιφ.· επίρρ. ἀπ-εοικότως ή -εικότως, αδικαιολόγητα, παράλογα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεοικώς: υῖα, ός part. к ἀπέοικα.

Middle Liddell

ἀπέοικα
unreasonable, Antipho:—adv. ἀπεοικότως or ἀπεικότως, unreasonably, Thuc.