ἀπόκλιτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, declining, waning, Plu.2.273e.
Spanish (DGE)
-ον que declina, que cae ἡμέραι Plu.2.273d.
German (Pape)
[Seite 307] abwärts geneigt, ὴμέρα, der sich neigende Tag, Plut. qu. Rom. 38.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκλῐτος: -ον, ὁ πρὸς τὰ κάτω κλίνων, ὁ πρὸς τὴν δύσιν κλίνων, Πλούτ. 2. 273D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incliné, qui est en pente.
Étymologie: ἀποκλίνω.
Greek Monolingual
ἀπόκλιτος, -ον (Α) αποκλίνω
αυτός που κλίνει προς τη δύση.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόκλῐτος: склоняющийся к закату (ἡμέρα Plut.).