ἁγνόρυτος
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
ον, pure-flowing, ποταμός A.Pr.434(lyr.).
Spanish (DGE)
(ἁγνόρῠτος) -ον de corrientes puras ποταμός A.Pr.434.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγνόρῠτος: -ον, ὁ καθαρὰ ῥέων, ποταμός, Αἰσχ. Πέρσ. 434 (λυρ.): ποιητ. τύπος μεθ ̓ ἑνὸς ρ χάριν τοῦ μέτρου.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cours limpide.
Étymologie: ἁγνός, ῥέω.
Greek Monotonic
ἁγνόρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που έχει αγνή, καθαρή ροή ύδατος· ποταμός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἁγνόρῠτος: чисто текущий, т. е. прозрачный или священный (ποταμός Aesch.).