ἔμμεν
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἔμμεναι, Ep. for εἶναι, v. εἰμί.
Spanish (DGE)
v. εἰμί.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμμεν: ἔμμεναι, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ εἶναι, ἴδε εἰμί.
French (Bailly abrégé)
dor. inf. prés. de εἰμί.
Greek Monolingual
ἔμμεν και ἔμμεναι (Α)
(απρμφ.) εἶναι.
Greek Monotonic
ἔμμεν: ἔμμεναι, Επικ. αντί εἶναι, απαρ. του εἰμί (sum).
Russian (Dvoretsky)
ἔμμεν: (αι) эп. = ἔμεν(αι).