ἱμάντινος

From LSJ
Revision as of 10:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμάντῐνος Medium diacritics: ἱμάντινος Low diacritics: ιμάντινος Capitals: ΙΜΑΝΤΙΝΟΣ
Transliteration A: himántinos Transliteration B: himantinos Transliteration C: imantinos Beta Code: i(ma/ntinos

English (LSJ)

η, ον, of leather thongs, Hdt.4.189, Hp.Art. 78.

German (Pape)

[Seite 1252] von ledernen Riemen gemacht; θύσανοι Her. 4, 189; δεσμά Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμάντῐνος: -η, -ον, (ἱμὰς) ἐξ ἱμάντων, ἐπὶ δερματίνων δεσμῶν, Ἡρόδ. 4. 189, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait avec des courroies.
Étymologie: ἱμάς.

Greek Monolingual

ἱμάντινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από ιμάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + κατάλ. -ινος (πρβλ. μάλλινος, ξύλινος)].

Greek Monotonic

ἱμάντῐνος: -η, -ον (ἱμάς), αυτός που έχει συντεθεί από ιμάντες, λουριά, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἱμάντινος: (ῐμ) ременный, кожаный (θύσανοι Her.).

Middle Liddell

ἱμάντῐνος, η, ον ἱμάς
of leather thongs, Hdt.