ἴττω
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
Boeot. for ἴστω, 3sg. imper. of οἶδα, especially in phrase ἴττω Ζεύς Zeus be witness! says Cebes the Theban in Pl.Phd.62a; Θήβαθεν ἴττω Δεύς, and ἴττω Ἡρακλῆς, says the Boeotian in Ar.Ach.911,860, cf. Pl.Ep.345a.
German (Pape)
[Seite 1274] böot. = ἴστω, imperat. von οἶδα; ἴττω Ζεύς, ἴττω Ἡρακλῆς, Ar. Ach. 910; vgl. Plat. Epist. VII, 345 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἴττω: Βοιωτ. ἀντὶ ἴστω, γ΄ ἑνικ. προστ. τοῦ οἶδα, ἰδίως ἐν τῇ φράσει ἴττω Ζεύς, ἔστω μάρτυς ὁ Ζεύς, λέγει Κέβης ὁ Θηβαῖος ἐν Πλάτ. Φαίδ. 62 Α· Θήβαθεν ἴττω Ζεὺς καὶ ἴττω Ἡρακλῆς, λέγει ὁ Βοιωτὸς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 911, 860· πρβλ. Πλάτ. Ἐπιστ. 345Α, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1671 (1677), καὶ ἴδε τὴν λέξιν ἴστωρ.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. impér. pf. béot. de *εἴδω.
Greek Monolingual
ἴττω (Α)
(βοιωτ. τ. του γ' εν. προστ. του οἶδα αντί ἴστω, ειδ. ως όρκος) ας γνωρίζει, δηλ. ας είναι μάρτυρας (α. «ἴττω Ζεύς», Πλάτ.
β. «ἴττω Ἡρακλῆς», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ἴττω: Βοιωτ. αντί ἴστω, γʹ ενικ. προστ. του οἶδα· ἴττω Ζεύς, ο Δίας ας είναι μάρτυρας! μάρτυράς μου ο Δίας!, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἴττω: (= ἴστω) беот. (3 л. sing. imper. к *εἴδω) пусть знает: ἴ. Ζεύς! Plat., Xen. Зевс свидетель!, клянусь Зевсом!
Middle Liddell
[Boeot. for ἴστω, 3rd sg. imperat. of οἶδα
ἴττω Ζεύς Zeus be witness! Ar., Plat.