ῥευμάτιον

From LSJ
Revision as of 09:34, 2 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ῥεῡμα" to "ῥεῦμα")

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥευμᾰτιον Medium diacritics: ῥευμάτιον Low diacritics: ρευμάτιον Capitals: ΡΕΥΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: rheumátion Transliteration B: rheumation Transliteration C: revmation Beta Code: r(euma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of A ῥεῦμα 111, Arist. Pr.901a3. 2 rivulet, Plu.Thes.27.

German (Pape)

[Seite 838] τό, dim. von ῥεῦμα, Flüßchen, Plut. Thes. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ῥευμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ῥεῦμα, παταμίσκος, ῥυάκιον, Ἀριστ. Προβλ. 11, 18, Πλουτ. Θησ. 27.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit cours d’eau, ruisseau.
Étymologie: dim. de ῥεῦμα.

Greek Monolingual

τὸ, Α ῥεῦμα, -ατος
1. καταρροή ελαφράς μορφής
2. μικρό ρεύμα, ρυάκι («ταφῆναι παρὰ τὸ ῥευμάτιον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ῥευμάτιον: τό, υποκορ. του ῥεῦμα, ποταμάκι, ρυάκι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ῥευμάτιον: (ᾰ) τό [demin. к ῥεῦμα поток, ручей Arst., Plut.

Middle Liddell

ῥευμάτιον, ου, τό, [Dim. of ῥεῦμα
a rivulet, Plut.