κράντωρ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
ορος, ὁ, A = κραντήρ, κ. ἐλευθερίας Epigr. ap. Paus.8.52.6. II ruler, sovereign, E.Andr.508 (lyr.), AP6.116 (Samos).
Greek (Liddell-Scott)
κράντωρ: -ορος, ὁ, = κραντήρ, κρ. ἐλευθερίας Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 8. 52, 3. ΙΙ. κυβερνήτης, βασιλεύς, Εὐρ. Ἀνδρ. 508, Ἀνθ. Π. 6. 116.
Greek Monolingual
κράντωρ, -ορος, ὁ (Α) κραίνω (Ι)]
1. αυτός που φέρει κάτι εις πέρας
2. κυβερνήτης, ηγεμόνας («ὦ χθονὸς Φθίας κράντορες», Ευρ.).
Greek Monotonic
κράντωρ: -ορος, ὁ = κραντήρ, σε Ευρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κράντωρ: ορος ὁ властитель, повелитель (χθονός Eur.; Ἠμαθίας Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κράντωρ -ορος, ὁ [κραίνω] heer, heerser.