πηλουργός
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
όν, working in clay, of bees, Lyr.Alex.Adesp. 7.16: Subst. π., ὁ, LXXWi.15.7, Luc.Prom.Es2, PKlein.Form.63 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 610] in Thon, Lehm arbeitend, Sp., wie Luc. Prom. 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
potier, propr. qui travaille l'argile.
Étymologie: πηλός, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
πηλουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ τὸν πηλὸν κατεργαζόμενος, Λουκ. Προμ. 2, Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΕ΄, 7)· ― πηλουργέω, κατεργάζομαι τὸν πηλόν, Ἐκκλ.· ― πηλουργίᾱ, Ἰωνικ. πηλοεργίη, ἡ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 8Α.
Greek Monotonic
πηλουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που δουλεύει με πηλό, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
πηλουργός: ὁ Luc. = πηλοπλάθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηλουργός -οῦ, ὁ [πηλός, ἔργον] werker in klei.