περιτοξεύω
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
A overshoot, outshoot, τινα Ar.Ach.712 (nisi leg. ὑπερ-). II shoot to death with arrows, App.Num.3(ip.324 M.):— Pass., -τοξευθεὶς ὑπὸ τῶν βαρβάρων Aristid.1.125 J.
German (Pape)
[Seite 597] ringsum mit Pfeilen schießen, = ὑπερτοξεύω, ringsum niederschießen, dadurch überwältigen; Ar. Ach. 677; Plut.
French (Bailly abrégé)
percer de traits lancés de toutes parts.
Étymologie: περί, τοξεύω.
Greek (Liddell-Scott)
περιτοξεύω: ὑπερτοξεύω, ὑπερβαίνω εἰς τοξείαν, τινὰ Ἀριστοφ. Ἀχ. 712.
Greek Monolingual
Α
1. εκτοξεύω βέλη από όλες τις διευθύνσεις
2. υπερακοντίζω.
Greek Monotonic
περιτοξεύω: μέλ. -σω, υπερακοντίζω, ξεπερνώ στη σκοποβολή, τινά, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
περιτοξεύω: перестрелять (τινάς Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-τοξεύω van alle kanten beschieten.
Middle Liddell
fut. σω
to overshoot, outshoot, τινά Ar.