πηνίζομαι

From LSJ
Revision as of 08:09, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηνίζομαι Medium diacritics: πηνίζομαι Low diacritics: πηνίζομαι Capitals: ΠΗΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: pēnízomai Transliteration B: pēnizomai Transliteration C: pinizomai Beta Code: phni/zomai

English (LSJ)

Dor. πανίσδομαι, (πήνη) wind thread off a reel for the woof, Philyll.33, prob. in BGU1141.34 (i B. C.): generally, wind off a reel, ἐκ ταλάρω π. ἔργα Theoc.18.32:—later in Act., Orib.Fr.137.

French (Bailly abrégé)

tisser.
Étymologie: πήνη.

Greek (Liddell-Scott)

πηνίζομαι: Δωρ. πᾱνίσδομαι· ἀποθ· (πήνη)· ― καλαμίζω, μασουρίζω, περιτυλίσσω τὸν μίτον εἰς καλάμια πρὸς παρασκευὴν ὑφαδίου, Φιλύλλιος ἐν Ἀδήλ. 11· καθόλου, οὔτε τις ἐκ ταλάρω πανίσδεται ἔργα τοιαῦτα Θεόκρ. 18. 32.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πανίσδομαι και μτγν
ενεργ
τ. πηνίζω Α πήνη
1. τυλίγω νήμα από το κουβάρι στο πηνίο, στο μασούρι της σαΐτας, μασουρίζω
2. ξετυλίγωοὔτε τις ἐν ταλάρῳ πανίσδεται ἔργα τοιαῦτα», Θεόκρ.).

Greek Monotonic

πηνίζομαι: Δωρ. πᾱνίσδομαι, αποθ. (πήνη), μασουρίζω, τυλίγω νήμα στο μασούρι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πηνίζομαι: дор. πᾱνίσδομαι мотать пряжу или ткать Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηνίζομαι, Dor. πᾱνίσδομαι [πήνη] weven.

Middle Liddell

πηνίζομαι, πήνη
Dep., to wind thread off a reel, Theocr.