τυραννοκτονία
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
ἡ, the slaying of a tyrant, Ph. ap. Eus.PE 8.14, J.AJ19.1.10, Plu.Pel.34, Luc. Tyr.22.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
meurtre d'un tyran.
Étymologie: τυραννοκτόνος.
Greek (Liddell-Scott)
τυραννοκτονία: ἡ, ὁ φόνος τυράννου, Λουκ. Τυραννοκτόνος 22, Πλούτ., κλπ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 99.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ τυραννοκτόνος
φόνος τυράννου.
Greek Monotonic
τῠραννοκτονία: ἡ, δολοφονία τυράννου, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
τῠραννοκτονία: ἡ убийство тиранна (или тираннов) Plut., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυραννοκτονία -ας, ἡ [τυραννοκτόνος] het tirannen doden.
Middle Liddell
τῠραννοκτονία, ἡ,
the slaying of a tyrant, Luc. [from τῠραννοκτόνος]