γεφυροποιός

From LSJ
Revision as of 18:28, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεφῡροποιός Medium diacritics: γεφυροποιός Low diacritics: γεφυροποιός Capitals: ΓΕΦΥΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: gephyropoiós Transliteration B: gephyropoios Transliteration C: gefyropoios Beta Code: gefuropoio/s

English (LSJ)

ὁ, bridgemaker, = Lat. pontifex, Plu.Num.9.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
constructor de puentescomo trad. de lat. pontifex γεφυροποιοὺς τοὺς ἄνδρας ἐπικληθέντας ἀπὸ τῶν ποιουμένων περὶ τὴν γέφυραν ἱερῶν Plu.Num.9.

German (Pape)

[Seite 487] ὁ, Brückenmacher, für das lat. pontifex, Plut. Num. 9 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
= lat. pontifex, primit. constructeur de ponts.
Étymologie: γέφυρα, ποιέω.

Greek (Liddell-Scott)

γεφῡροποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων γεφύρας, Λατ. pontifex, Πλούτ. Νουμ. 9.

Greek Monolingual

ο (AM γεφυροποιός)
τεχνίτης ή μηχανικός ειδικός στην κατασκευή γεφυρών
νεοελλ.
όποιος συμβιβάζει αντίθετες απόψεις ή καταστάσεις.

Greek Monotonic

γεφῡροποιός: ὁ, αυτός που κατασκευάζει γέφυρες, Λατ. Pontifex, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

γεφῡροποιός: ὁ (лат. pontifex) досл. строитель мостов, перен. римский жрец Plut.

Middle Liddell


bridge-maker, Lat. Pontifex, Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεφυροποιός -οῦ, ὁ γέφυρα, ποιέω bruggenbouwer (= Lat. pontifex). Plut. Num. 9.4.