κατειρύω
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
Ionic for κατερύω.
German (Pape)
[Seite 1394] ion. = κατερύω, Her. 8, 96.
French (Bailly abrégé)
ion. c. κατερύω.
Greek (Liddell-Scott)
κατειρύω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ κατερύω. Ἡρόδ. 8. 96.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κατειρύω: Ιων. αντί κατερύω.
Russian (Dvoretsky)
κατειρύω: ион. Her. = κατερύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατειρύω Ion. voor κατερύω.