κήομεν
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
(or κείομεν), Ep. for κήωμεν, v. καίω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. épq. (p. κήωμεν) sbj. ao. de καίω.
Greek (Liddell-Scott)
κήομεν: Ἐπικ. ὑποτ. ἀορ. ἀντὶ κήωμεν, ἴδε ἐν λέξ. καίω.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
κήομεν: Επικ. αντί κήωμεν, αʹ πληθ. αορ. αʹ υποτ. του καίω.
Russian (Dvoretsky)
κήομεν: эп. (= κήωμεν) 1 л. pl. conjct. к καίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κήομεν ep. conj. aor. van κάω.