πεδόσε
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
Adv., = πέδονδε, E.Ba.136, 600 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 542] adv., = πέδονδε, Eur. Bacch. 137. 600.
Greek (Liddell-Scott)
πεδόσε: Ἐπίρρ. = τῷ πέδονδε, Εὐρ. Βάκχ. 137, 599.
Greek Monolingual
Α
(τοπ. επίρρ.) στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. οίκο-σε)].
Greek Monotonic
πεδόσε: επίρρ. = το προηγ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πεδόσε: adv. Eur. = πέδονδε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεδόσε Dor. voor πέδονδε.