ποτιβλέπω
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
English (LSJ)
Doric for προσβλέπω.
Greek (Liddell-Scott)
ποτιβλέπω: Δωρ. ἀντὶ προσβλ-, Θεόκρ. 5. 36.
Greek Monolingual
και ποτιγλέπω Α
(δωρ. τ.) προσβλέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + βλέπω / γλέπω].
Greek Monotonic
ποτιβλέπω: Δωρ. αντί προσ-βλέπω.
Russian (Dvoretsky)
ποτιβλέπω: дор. = προσβλέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτιβλέπω Dor. voor προσβλέπω.