δονακεύς

From LSJ
Revision as of 18:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δονᾰκεύς Medium diacritics: δονακεύς Low diacritics: δονακεύς Capitals: ΔΟΝΑΚΕΥΣ
Transliteration A: donakeús Transliteration B: donakeus Transliteration C: donakeys Beta Code: donakeu/s

English (LSJ)

ῆος or έως, ὁ, (δόναξ) A thicket of reeds, Il.18.576: pl., Opp.H.4.507. II fowler, Id.C.1.73. III = δόναξ, AP 6.64 (Paul. Sil.).

Spanish (DGE)

(δονᾰκεύς) -ῆος, ὁ
1 cañaveral παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα Il.18.576, δονακῆας ὑδρηλούς Opp.H.4.507, ἀπ' Ἰνδῴου δονακῆος Nonn.D.26.226, cf. 27.162, 44.234, Hsch.s.u. δόνακες.
2 cazador de aves con caña o vareta τρήρωνας ἕλον δονακῆες Opp.C.1.73.
3 caña ὀξυντῆρα μεσοσχιδέων δονακήων afilador de cañas que llevan un corte medial en la punta, e.d., cálamos, AP 6.64 (Paul.Sil.).

German (Pape)

[Seite 656] ὁ, 1) das Röhricht; Homer einmal, Iliad. 18, 576 παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα, Scholl. Didym. φησὶ δὲ Διονύσιος γράφεσθαι καὶ δονακῆεν κατὰ τὸ οὐδέτερον, ὡς καὶ τὸν πευκῶνα πευκᾶεν. – Opp. Hal. 4, 506. – 2) der Vogelsteller mit Leimruthen, Opp. Cyn. 1, 73. – 3) = δόναξ; Paul. Sil. 50 (VI, 64).

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 lieu plein de roseaux;
2 roseau;
3 oiseleur, qui tend des gluaux.
Étymologie: δόναξ.

Greek (Liddell-Scott)

δονᾰκεύς: έως, ὁ, (δόναξ) καλαμὼν (ἴδε ῥοδανός), Ἰλ. Σ. 576· ἐν τῷ πληθ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 507. ΙΙ. ὀρνιθοθήρας, ἰξευτής, Ὀππ. Κ. 1. 73. ΙΙΙ. = δόναξ, Ἀνθ. Π. 6. 64.

English (Autenrieth)

(δόναξ): thicket of reeds, Il. 18.576†.

Greek Monolingual

δονακεύς, ο (Α)
1. συστάδα δονάκων, καλαμιώνας
2. δόναξ, καλάμι
3. αυτός που πιάνει πουλιά με ξόβεργα.

Greek Monotonic

δονᾰκεύς: -έως, ὁ (δόναξ),·
I. θαμνώδης έκταση με καλάμια, καλαμιώνας, σε Ομήρ. Ιλ.
II. = δόναξ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δονᾰκεύς: έως, эп. ῆος ὁ
1) тростниковая заросль, камыши Hom.;
2) Anth. = δόναξ.

Middle Liddell

δονᾰκεύς, έως, n δόναξ
I. a thicket of reeds, Il.
II. = δόναξ, Anth.