δυσειδής
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
English (LSJ)
ές, A unshapely, ugly, Hdt.6.61, S.Fr.88.9, Pl. Sph.228a, Agatharch.74; of sounds, ἧττον δ. τοῦ ε τὸ ο D.H.Comp. 14. II difficult to discern, τὸ δ. τῆς οὐσίας Procl.Theol.Plat.5.23.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [formas sin contr. Hdt.6.61, Nonn.D.35.307]
1 de pers., anim. y personif. de aspecto desagradable, feo, deforme θυγάτηρ Hdt.l.c., σῶμα S.Fr.88.9, τὸ ... γένος Pl.Sph.228a, ἄνθρωπος Agatharch.74, cf. D.C.60.27.5, Eus.HE 5.1.35, Pall.V.Chrys.3.44, τὰ πρόσωπα (τῶν γυμναστῶν) Gal.1.32, del aspecto de Cristo, Cels.Phil.6.75, de Safo Fr.Biog.Pap. en POxy.1800.1.21, cf. Chrys.Virg.62.9, 63.4, Vid.1.373, εἴ τις ἀκτήμων ... καὶ δ. ... φαίνεται Clem.Al.QDS 33.5, cf. Lib.Decl.12.9, subst. ὁ δ. διάκρινον ... τὸν εὐπρεπῆ ἀπὸ τοῦ δυσειδοῦς Basil.M.32.1261B, de anim. οἱ κυνοκέφαλοι D.S.3.35, cf. Opp.C.2.608, Ἔχιδνα Nonn.D.18.275, ἵπποι Hippiatr.115.2, cf. Ach.Tat.2.15.3, Gr.Naz.M.36.57B, Ὄρφνη Nonn.D.29.19
•de cosas informe τὸ ξύλον Thphr.HP 5.1.1
•de abstr. o ref. a abstr., op. κάλλος Plot.2.4.16, εἴδη ... δυσειδῆ καὶ ἄμορφα Simp.in Cat.261.32, cf. Them.in Ph.39.2, τῆς αἰσχρᾶς καὶ δυσειδοῦς ... ὄψεως Chrys.Laed.6.26, cf. 9.16.
2 fig. de la enfermedad desagradable, horrible τὰ ἕλκεα Hp.Mul.1.9, δυσειδέα λύματα νούσου Nonn.D.35.307, c. inf. τοῦ σώματος τὸ πάθος ... δ. ὀφθῆναι D.Chr.16.1.
German (Pape)
[Seite 678] ές, mißgestaltet, häßlich; σῶμα Soph. frg. 109; Her. 6, 61; Plat. Soph. 228 a u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
difforme.
Étymologie: δυσ-, εἶδος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσειδής: -ές, δύσμορφος, «ἄσχημος», Ἡρόδ. 6. 61, Σοφ. Ἀποσπ. 109. 9, Πλάτ. Σοφ. 228Α.
Greek Monolingual
δυσειδής, -ές (AM)
δύσμορφος, άσχημος («δυσειδές σῶμα)
αρχ.
1. (για ήχο) κακόηχος
2. δυσδιόρατος.
Greek Monotonic
δυσειδής: -ές (εἶδος), δύσμορφος, άσχημος, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσειδής: безобразный, некрасивый (σῶμα Soph., Plut., Diod.; τὸ παιδίον Her.; γένος Plat.).
Middle Liddell
δυσ- ειδής, ές εἶδος
unshapely, ugly, Hdt., Plat.