δύσμικτος

From LSJ
Revision as of 18:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσμικτος Medium diacritics: δύσμικτος Low diacritics: δύσμικτος Capitals: ΔΥΣΜΙΚΤΟΣ
Transliteration A: dýsmiktos Transliteration B: dysmiktos Transliteration C: dysmiktos Beta Code: du/smiktos

English (LSJ)

v. δύσμεικτος.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): -μεικτ- Pl.Ti.35a
I 1difícil de mezclar φύσις Pl.l.c., Plu.2.1012c, cf. Num.17, τὸ σεμνὸν ... τῷ ἐπιεικεῖ δύσμικτον Plu.Phoc.2
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de mezclar οἷον πῦρ καὶ ὕδωρ, διὰ τὸ φύσει δύσμικτον Simp.in Cael.98.1, cf. Gal.8.689.
2 de trato o relación difícil τὰ νέα en matrimonio, Plu.2.754c
insociable de pers., Poll.5.138.
3 de difícil acceso, escarpado de zonas montañosos, Poll.9.22.
II adv. -ως
1 con dificultad para mezclarse πρὸς τὰ ἄλλα γένη δ. ἔχει, καθάπερ ... τὸ ἔλαιον Plu.2.640d.
2 fig., de pers. de modo intratable, insociable Poll.5.139.

German (Pape)

[Seite 684] schwer zu vermischen, zu vereinigen; Plat. Tim. 35 a; Plut. Num. 17; τινί, mit etwas, Phoc. 2; vgl. Poll. 3, 64. 9, 62, πόλις, von einer schwer zugänglichen Bergstadt. – Adv., δυσμίκτως ἔχειν Plut. Symp. 2, 6, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne se mêle pas ou ne s'unit pas facilement.
Étymologie: δυσ-, μίγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

δύσμικτος: -ον, δυσκόλως μιγνυόμενος, μὴ ἔχων συγγένειάν τινα, Πλάτ. Τιμ. 35Α, κτλ. ΙΙ. ἀκοινώνητος· ἐπίρρ., δυσμίκτως ἔχειν Πλούτ. 2, 640D.

Greek Monolingual

δύσμικτος, -ον (Α)
Ι. αυτός που δεν έχει σχέσεις, συγγένεια με άλλον
II. επίρρ. δυσμίκτως
φρ. «δυσμίκτως ἔχω» — είμαι ακοινώνητος·

Russian (Dvoretsky)

δύσμικτος: v.l. δύσμεικτος 2 трудно смешиваемый, почти несмешивающийся, несовместимый (φύσις Plat.; τινι Plut.).