εὔχορδος

From LSJ
Revision as of 18:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχορδος Medium diacritics: εὔχορδος Low diacritics: εύχορδος Capitals: ΕΥΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: eúchordos Transliteration B: euchordos Transliteration C: eychordos Beta Code: eu)/xordos

English (LSJ)

ον, well-strung, λύρα Pi.N.10.21.

German (Pape)

[Seite 1110] λύρα, wohlbesaitet, Pind. N. 10, 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux cordes sonores, harmonieuses.
Étymologie: εὖ, χορδή.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχορδος: -ον, ἐπὶ λύρας, ἡ καλὰς χορδὰς ἔχουσα, Πινδ. Ν. 10 39.

English (Slater)

εὔχορδος, -ον well strung, melodious ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν (N. 10.21)

Greek Monolingual

εὔχορδος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλές χορδές, που ηχεί μελωδικά.

Greek Monotonic

εὔχορδος: -ον (χορδή), αυτός που έχει καλές χορδές, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

εὔχορδος: с певучими струнами (λύρα Pind.).

Middle Liddell

εὔ-χορδος, ον χορδή
well-strung, Pind.