εὐποιΐα
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ἡ, beneficence, Ep.Hebr.13.16, Inscr.Perg.333, Luc.Abd. 25, D.L.10.10, Procl. in Alc.p.121 C.; τῆς εἴς τινας εὐ. IG3.1054:— in form εὐποΐα, εἰς πλῆθος Inscr.Prien.112.19 (i B. C.): in plural, ib.113.76 (i B. C.), Ph.1.582, Hierocl.p.59 A.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bienfaisance.
Étymologie: εὖ, ποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐποιΐα: ἡ, ἀγαθοεργία, εὐεργεσία, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 25· τῆς εἰς ἑαυτὸν εὐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 189. 9· πληθ., νίκησον αὐτοῦ τὴν ἀγριότητα ταῖς εὐποιΐαις Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 477. 37.
English (Strong)
from a compound of εὖ and ποιέω; well-doing, i.e. beneficence: to do good.
English (Thayer)
(εὐποιΐα WH (cf. Iota, at the end)), εὐποιΐας, ἡ (ἐυποιος), a doing good, beneficence: Arrian exp. Alex. 7,28, 8; Alciphron 1,10; Lucian, imag. 21; a benefit, kindness, Josephus, Antiquities 2,11, 2; (plural, ibid. 19,9, 1).
Greek Monotonic
εὐποιΐα: ἡ (ποιέω), αγαθοεργία, ευεργεσία, φιλανθρωπία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
εὐποιΐα: ἡ доброе дело, благодеяние, услуга Luc., Diog. L.
Chinese
原文音譯:eÙpoia 由-拍衣阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:好-行(著)
字義溯源:行善;由(εὖ / εὖγε)=好)與(ποιέω)*=作,行)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 行善(1) 來13:16