Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λευκοπάρειος

From LSJ
Revision as of 21:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοπάρειος Medium diacritics: λευκοπάρειος Low diacritics: λευκοπάρειος Capitals: ΛΕΥΚΟΠΑΡΕΙΟΣ
Transliteration A: leukopáreios Transliteration B: leukopareios Transliteration C: lefkopareios Beta Code: leukopa/reios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, faircheeked, ib.5.159 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 34] weißwangig, Mel. 83 V, 160).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux joues blanches.
Étymologie: λευκός, παρειά.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοπάρειος: Ἰων. ῃος, ον, ἔχων λευκάς, ὡραίας παρειάς, Ἀνθ. Π. 5. 160, Συλλ. Ἐπιγρ. 8749. 18.

Greek Monolingual

-ο (Α λευκοπάρειος, ιων. τ. λευκοπάρῃος, -ον)
αυτός που έχει λευκά, ωραία μάγουλα.

Greek Monotonic

λευκοπάρειος: [ᾰ], Ιων. λευκοπάρῃος, -ον (παρειά), αυτός που έχει λευκά, ωραία μάγουλα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λευκοπάρειος: ион. λευκοπάρῃος 2 (ᾰ) с бледными ланитами (sc. παρθένος Anth.).

Middle Liddell

λευκο-πάρειος, Ionic -ῃος, ον παρειά
fair-cheeked, Anth.