λεπύχανον
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[ῡ], τό, = λέπυρον, coat of an onion, etc., Theopomp. Com.33, Plu.2.684a, Archig. ap. Gal.12.256, 445; rind, ῥοᾶς Dsc.Eup. 1.74.
German (Pape)
[Seite 32] τό, = λέπυρον, bes. die Häute der Zwiebel, Plut. Symp. 5, 8, 3, wo alte v.l. λεπτύχανον ist; auch bei Diosc. λεπτόχανον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
pelure d'oignon.
Étymologie: λέπω.
Greek (Liddell-Scott)
λεπύχᾰνον: [ῡ], τό, λέπυρον, εἷς τῶν χιτώνων τοῦ κρομμύου, Λατ. tunica cepae, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2, Πλούτ. 2. 684Β.
Greek Monolingual
λεπύχανον, τὸ (Α)
1. φλοιός, φλούδα, λέπυρο
2. καθεμιά από τις φλούδες του κρεμμυδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από συμφυρμό τών λ. λέπυρον + λάχανον.
Russian (Dvoretsky)
λεπύχᾰνον: (ῡ) τό луковичная кожура Plut.