λιμενίτης

From LSJ
Revision as of 22:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐμενίτης Medium diacritics: λιμενίτης Low diacritics: λιμενίτης Capitals: ΛΙΜΕΝΙΤΗΣ
Transliteration A: limenítēs Transliteration B: limenitēs Transliteration C: limenitis Beta Code: limeni/ths

English (LSJ)

[νῑ], ου, ὁ, voc. λιμενῖτα, A god of the harbour, of Priapus, AP10.1 (Leon.), cf. 10.17 (Antiphil.):—fem. λῐμεν-ῖτις, ιδος, of Artemis, ib.6.105 (Apollonid.). 2 λιμενῖται φυλακτῆρες = custom-house officers, Dam.Isid.186.

German (Pape)

[Seite 47] ὁ, im Hafen befindlich, am Hafen wohnend, Leon. Tar. 57 (X, 1); Antiphil. (X, 17).

French (Bailly abrégé)

ου ; voc. ῖτα;
adj. m.
de port, qui réside dans un port, qui veille sur un port.
Étymologie: λιμήν.

Greek (Liddell-Scott)

λῐμενίτης: [νῑ], ου, ὁ, κλητ. λιμενῖτα, ὁ θεὸς τοῦ λιμένος, ἐπὶ τοῦ Πριάμου, Ἀνθ. Π. 10. 1, πρβλ. 10. 17· θηλ. λιμενῖτις, ιδος, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, 6. 105.

Greek Monolingual

λιμενίτης, ὁ (Α) λιμήν
1. (για τον Πρίαπο) ο θεός του λιμανιού
2. υπάλληλος της υπηρεσίας του λιμανιού.

Greek Monotonic

λῐμενίτης: [ῑ], -ου, ὁ, κλητ. λιμενῖτα, θεός του λιμανιού (λέγεται για τον Πρίαμο), σε Ανθ.· θηλ. λιμενῖτις, -ιδος (λέγεται για την Άρτεμη), στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λῐμενίτης: дор. λῐμενίτᾱς, ου (νῑ) ὁ хранитель порта (эпитет Приапа) Anth.

Middle Liddell

λῐ¯μενίτης, ου, ὁ,
god of the harbour, Anth.: fem. λιμενῖτις, ιδος, Anth.