μητροκασιγνήτη

From LSJ
Revision as of 04:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροκᾰσιγνήτη Medium diacritics: μητροκασιγνήτη Low diacritics: μητροκασιγνήτη Capitals: ΜΗΤΡΟΚΑΣΙΓΝΗΤΗ
Transliteration A: mētrokasignḗtē Transliteration B: mētrokasignētē Transliteration C: mitrokasigniti Beta Code: mhtrokasignh/th

English (LSJ)

Dor. ματρο-, ἡ, = κασιγνήτη ὁμομητρία, uterine sister, A.Eu.962.

German (Pape)

[Seite 179] ἡ, die Mutterschwester, Base, Aesch. Eum. 920 in dor. Form ματροκ.

Greek (Liddell-Scott)

μητροκᾰσιγνήτη: ἡ, = κασιγνήτη ὁμομητρία, ἀδελφὴ ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 692· - διότι αἱ Μοῖραι καὶ αἱ Ἐρινύες ἐγεννήθησαν ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, τῆς Νυκτός, Ἡσ. Θ. 217.

Greek Monolingual

μητροκασιγνήτη, δωρ. τ. ματροκασιγνήτη, ἡ (Α)
αδελφή από τη μητέρα («ὦ μοῑραι ματροκασιγνῆται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κασιγνήτη «αδερφή»].

Greek Monotonic

μητροκᾰσιγνήτη: ἡ, αδελφή από την ίδια μητέρα, Λατ. soror uterina, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μητροκᾰσιγνήτη: дор. μᾱτροκᾰσιγνήτη ἡ сестра матери, тетка со стороны матери, по по друг. единоутробная сестра Aesch.

Middle Liddell

μητρο-κᾰσιγνήτη, ἡ,
a sister by the same mother, Lat. soror uterina, Aesch.