ναυτιάω
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
mostly in pres. and impf. (aor., Luc.Tox.19, Gal.16.665, Phryn.172: fut., Aristo Stoic.1.89):—A suffer from seasickness or suffer from nausea, Ar.Th.882, Pl.Tht.191a, Lg.639b, Arist. Pr.868a6, D.Fr.30, Plu.Per.33; ταῦτα δ' ἐστὶ πλεῖν ἢ ναυτιᾶν Com.Adesp.637; ἐναυτίων Luc.Nec.4. 2 generally, to be disgusted, Demetr.Eloc.15, Phryn.l.c.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés., impf. et ao.
avoir le mal de mer ; avoir des nausées.
Étymologie: ναυτία.
Greek (Liddell-Scott)
ναυτιάω: μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., πάσχω ἐκ ναυτίας, «ἀναγούλας», Ἀριστοφ. Θεσμ. 882, Πλάτ. Θεαίτ. 191Α, Νόμ. 639Β· ἐναυτίων Λουκ. Νεκυομ. 4. 2) καθόλου, βδελύττομαι, ἀποστρέφομαί τι, Δημήτρ. Φαληρ. 15. Περὶ τοῦ τύπου πρβλ. τομάω.
Greek Monotonic
ναυτιάω: μόνο στον ενεστ. και παρατ., αισθάνομαι αναγούλα, υποφέρω από τη ζαλάδα του θαλασσινού ταξιδιού ή από ναυτία, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ναυτιάω: (только praes., impf. и aor.) страдать припадком морской болезни, испытывать приступы тошноты Arph., Plat., Arst., Plut., Luc.
Middle Liddell
ναυτιάω, [from ναυτία only in pres. and imperf.]
to be qualmish, suffer from seasickness or nausea, Ar., Plat.