νυκτίσεμνος

From LSJ
Revision as of 22:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐσεμνος Medium diacritics: νυκτίσεμνος Low diacritics: νυκτίσεμνος Capitals: ΝΥΚΤΙΣΕΜΝΟΣ
Transliteration A: nyktísemnos Transliteration B: nyktisemnos Transliteration C: nyktisemnos Beta Code: nukti/semnos

English (LSJ)

ον, solemnized by night, δεῖπνα A.Eu.108.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à qui l'on rend un culte nocturne.
Étymologie: νύξ, σεμνός.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίσεμνος: ὁ ἐν νυκτὶ σεμνῶς γινόμενος, δεῖπνα Αἰσχύλ. Εὐμ. 108.

Greek Monolingual

νυκτίσεμνος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται με σεμνότητα τη νύχτα («τὰ νυκτίσεμνα δεῖπνα ἐπ' ἐσχάρᾳ πυρὸς ἔθυον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + σεμνός.

Greek Monotonic

νυκτίσεμνος: -ον, αυτός που εορτάζεται με σεμνό τρόπο τη νύχτα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίσεμνος: (ῐ) культ. справляемый ночью (δεῖπνα Aesch.).

Middle Liddell

solemnised by night, Aesch.