παροικοδόμημα
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ατος, τό, A partition wall, Arist.PA672b19. II building beside a road, prob.cj. in D.C.68.15(pl.).
German (Pape)
[Seite 525] τό, ein Nebengebäude, Arist. partt. anim. 3, 10, übertr.
Greek (Liddell-Scott)
παροικοδόμημα: τό, διάφράγμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 10, 3.
Greek Monolingual
τὸ, Α παροικοδομώ
1. οικοδόμημα κτισμένο κοντά, παράλληλα ή απέναντι σε άλλο οικοδόμημα
2. μεσότοιχος, χώρισμα, διάφραγμα
3. οικοδόμημα δίπλα σε δρόμο.
Russian (Dvoretsky)
παροικοδόμημα: ατος τό средостение, перегородка Arst.