παραπύθια
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
[ῡ], τά, Com. word, sickness which prevented one from being victor at the Πύθια, AP11.129 (Cereal.); cf. παρίσθμια.
German (Pape)
[Seite 496] τά, komisch nach παρίσθμια gebildetes Wort, gleichsam eine Krankheit, durch welche der Sieg in den pythischen Spielen gehindert wird, Cereal. 1 (XI, 129).
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
obstacle ou contretemps qui empêche de remporter la victoire aux jeux pythiques.
Étymologie: παρά, Πύθια.
Greek (Liddell-Scott)
παραπύθια: τά, κωμικὴ λέξις, νόσος κωλύσασά τινα νὰ ἀναδειχθῇ νικητὴς κατὰ τὰ Πύθια, Ἀνθ. Π. 11. 129· πρβλ. παρίσθμια.
Greek Monolingual
τά, Μ
ασθένεια η οποία εμπόδιζε κάποιον να αναδειχθεί νικητής κατά τα Πύθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για κωμ. λ. πλασμένη από το παρ(α)- + Πύθια, κατά το παρ-ίσθμια «φλεγμονή τών αμυγδαλών»].
Greek Monotonic
παραπύθια: τά, κωμική λέξη, νόσος η οποία εμποδίζει κάποιον από το να ανακηρυχτεί νικητής στα Πύθια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
παραπύθια: (ῡ) τά шутл. (по аналогии с παρίσθμια) противопифийская хворь (мешающая победить в Пифийских играх) Anth.
Middle Liddell
παρα-πύθια, ων, τά,
Comic word, a sickness which prevented one from being victor at the Πύθια, Anth.