προσεπιχώννυμι
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
heap on, pile on, Plu.2.1058a.
German (Pape)
[Seite 762] (s. χώννυμι), noch dazu daraufschütten, Plut. abs. stoic. op. 3.
French (Bailly abrégé)
ajouter de nouveaux atterrissements.
Étymologie: πρός, ἐπιχώννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιχώννῡμι: ἐπισωρεύω (σωρὸν ἐπὶ σωρῷ) προσέτι, Πλούτ. 2. 1058Α.
Greek Monolingual
Α ἐπιχώννυμι
επισωρεύω κι άλλο χώμα.
Russian (Dvoretsky)
προσεπιχώννῡμι: наваливать кучами, нагромождать Plut.