σκῆπτον

From LSJ
Revision as of 12:00, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῆπτον Medium diacritics: σκῆπτον Low diacritics: σκήπτον Capitals: ΣΚΗΠΤΟΝ
Transliteration A: skē̂pton Transliteration B: skēpton Transliteration C: skipton Beta Code: skh=pton

English (LSJ)

*σκῆπτον, τό, = σκῆπτρον, only in Doric form σκᾶπτον, and compds. σκηπτοῦχος, σκηπτουχία, σκηπτοφόρος.

German (Pape)

[Seite 896] τό, statt σκῆπτρον, scheint sich nur in der dor. Form σκᾶπτον u. in den Zusammensetzungen σκηπτοῦχος, σκηπτουχία erhalten zu haben.

Greek (Liddell-Scott)

σκῆπτον: τό, ἀντὶ σκῆπτρον, φαίνεται ὅτι εὑρίσκεται μόνον ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ σκᾶπτον, καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις σκηπτοῦχος, σκηπτουχία, σκηπτοβάμων.

Greek Monotonic

σκῆπτον: τό, αντί σκῆπτρον, μόνον στον Δωρ. τύπο σκᾶπτον και στα σύνθ. σκηπτ-οῦχος, σκηπτουχία.

Russian (Dvoretsky)

σκῆπτον: τό v.l. = σκῆπτρον.