συνεκφωτίζω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
join in illuminating, Plu.2.806a.
French (Bailly abrégé)
éclairer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκφωτίζω.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκφωτίζω: ἐκφωτίζω ὁμοῦ ἢ ὁμοίως, Πλούτ. 2. 806Α.
Greek Monolingual
Α
δίνω πρόσθετο φως, φωτίζω πλήρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκφωτίζω «φωτίζω πλήρως, καταλάμπω»].
Russian (Dvoretsky)
συνεκφωτίζω: вместе или друг друга освещать, взаимно озаряться Plut.