σαπφείρινος

From LSJ
Revision as of 17:42, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαπφείρινος Medium diacritics: σαπφείρινος Low diacritics: σαπφείρινος Capitals: ΣΑΠΦΕΙΡΙΝΟΣ
Transliteration A: sappheírinos Transliteration B: sappheirinos Transliteration C: sapfeirinos Beta Code: sapfei/rinos

English (LSJ)

η, ον, of or like lapis lazuli, Philostr.VA1.25, Ps.-Callisth. 3.8, Sch.A.R.2.395 codd.; δελματικὴ σαπιρίνη (sic) PTeb. 405.10 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 862] sapphiren, von Sapphir, Philostr. V. Apoll. 1, 25.

Greek (Liddell-Scott)

σαπφείρινος: -η, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σάπφειρον, κατεσκευασμένος ἐκ σαπφείρου, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 8, Φιλόστρ. 34· ὡσαύτως -ος, -ον. Ψευδο-Καλλισθ. 1. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο / σαπφείρινος, -ίνη, -ον, ΝΑ, και σαμπφείρινος, -ίνη, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σάπφειρο ή αυτός που έχει κατασκευαστεί από σάπφειρο, ζαφιρένιος
νεοελλ.
συνεκδ. αυτός που έχει χρώμα σαπφείρου, κυανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπφειρος + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].

Russian (Dvoretsky)

σαπφείρῐνος: сапфировый, лазоревый (χρῶμα Arst.).