φιλαπεχθής
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
ές, = φιλαπεχθήμων, Plb. 12.25.6; λοιδορία Id. 5.28.4. Adv. -θῶς, κατηγορεῖν Id. 32.10.3.
German (Pape)
[Seite 1275] ές, Feindschaft liebend, zanksüchtig, streitsüchtig, Andere gern kränkend, beleidigend; Pol. 12, 25, 6; λόγοι 32, 1,2. – Adv., φιλαπεχθῶς κατηγορεῖν τινος Pol. 32, 20, 3.
Greek (Liddell-Scott)
φιλᾰπεχθής: -ές, γεν. έος, = τῷ προηγ., Πολύβ. 5. 28, 4., 12. 25, 6. ― Ἐπίρρ. -θῶς, ὁ αὐτ. 32. 20, 3.
Greek Monolingual
-ές, Α
φιλαπεχθήμων.
επίρρ...
φιλαπεχθῶς Α
φιλαπεχθημόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀπεχθής «απαίσιος, μισητός»].
Russian (Dvoretsky)
φιλαπεχθής: Polyb. = φιλαπεχθήμων.