χρυσοπλόκαμος
From LSJ
Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis
English (LSJ)
ον, goldenhaired, h.Ap.205, Tim.Pers.138.
German (Pape)
[Seite 1381] mit goldenen Locken, goldlockig, H. h. Ap. 205.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux boucles ou aux tresses d'or.
Étymologie: χρυσός, πλόκαμος.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦς πλοκάμους, Ὕμν. Ὀμ. εἰς Ἀπόλλ. 205.
Greek Monolingual
-η, -ο / χρυσοπλόκαμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει χρυσούς πλοκάμους, χρυσομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + πλόκαμος «πλεξούδα» (πρβλ. ὀφιο-πλόκαμος)].
Greek Monotonic
χρῡσοπλόκᾰμος: -ον, χρυσόμαλλος, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοπλόκᾰμος: златокудрый (Λητώ HH).
Middle Liddell
χρῡσο-πλόκᾰμος, ον,
golden-haired, Hhymn.