ἀμίμητος
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
[ῑ], ον, A inimitable, χάριτες AP5.107 (Crin.); τινί in thing, Plu.Per.13, etc. Adv. -τως, of inferior imitation, opp. μιμητι κῶς, Arist.Po.1460b32; superlatively, Plu.Nic.1. II not imitated, Id.2.53d.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
I 1no imitado φωνή Plu.2.51c, οὐδέν Plu.2.53d, cf. 2.59b.
2 inimitable de personas Ἀννίβας Plb.3.47.7, Ἀντώνιος OGI 195.2 (I a.C.), Χάριτες AP 9.239 (Crin.), cf. 5.108 (Crin.), σύμβιος IUrb.Rom.306
•de abstr. y cosas πολιτεία Plu.Lyc.31, ὁ δ' (Ἀλέξανδρος) Ἀπελλοῦ el retrato de Alejandro hecho por Apeles Plu.2.335a, ἀ. θεωρία espectáculo inimitable Aristeas 67, μίτρα Aristeas 98, τὸ ἀ. ἐκεῖνο τοῦ Ἡροδότου Longin.28.4, cf. 34.2, νῖκος Poet.de herb.81, διάθεσις POxy.2731.5 (IV/V a.C.), καλοκαγαθία PGen.55.5 (IV a.C.), τέχνη Nonn.D.29.200
•c. dat. propio difícil, imposible de imitar por o para τῇ ψυχῇ Arist.Pr.951a6, Ἀλκιβιάδῃ Plu.Alc.23
•c. dat. instrum. inimitable en cuanto a ταῖς τέχναις Aristeas 72, μορφῇ ... καὶ χάριτι Plu.Per.13, τρόποισιν IG 12(5).65 (Naxos III a.C.).
II subst. amimetum cierto medicamento para los ojos, CIL 12.5691.8.
III adv.
1 de manera inimitable ἐξενήνοχε Plu.Nic.1.
2 de manera inexacta ἔγραψεν Arist.Po.1460b32.
German (Pape)
[Seite 125] unnachahmlich, Plut. öfter, z. B. Alc. 23; adv., Nic. 1; χάριτες Crinag. 14. 41 (IX, 239. V, 108).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inimitable;
2 non imité.
Étymologie: ἀ, μιμέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμίμητος: [ῑ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μιμηθῇ χάριτες Ἀνθ. Π. 5. 108· τινὶ ἔν τινι, ὡς πρός τι, Πλουτ. Περικλ. 13 κτλ. - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. Νικ. 1: ἀμιμήτως ἔγραψεν Ἀριστ. Ποιητ. 25. 10 (κατὰ τὰ χειρόγρ. καὶ τὰς νεωτέρ. ἐκδ.). ΙΙ, ὃν δὲν ἐμιμήθη τις, Πλούτ. 2. 53D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμίμητος, -ον)
1. αυτός, τον οποίο δεν μιμήθηκε ή δεν μπορεί να μιμηθεί κανείς
2. ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος, άφθαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μιμητός < μιμοῦμαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμιμητόβιος.
Greek Monotonic
ἀμίμητος: [ῑ], -ον (μιμέομαι), απαράμιλλος, αμίμητος, μοναδικός, σε Ανθ.· τινι, σε κάτι, σε Πλούτ.· επίρρ. -τως, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμίμητος: (ῑ)
1) неподражаемый Plut., Anth.;
2) не нашедший подражателей: οὐδὲν ἀπολείπειν ἀμίμητον Plut. подражать решительно всему.
Middle Liddell
μιμέομαι
inimitable, Anth.; τινί in a thing, Plut.:—adv. -τως, Anth.