ἀναπαιδεύω
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
English (LSJ)
educate afresh, S.Fr.487, Ar.Eq.1099.
Spanish (DGE)
reeducar Πηλέα ... γερονταγωγῶ κἀναπαιδεύω S.Fr.487, cf. Ar.Eq.1099, ὁμιλητάς Philostr.VS 523, ἑαυτόν Philostr.VS 528.
German (Pape)
[Seite 200] von neuem erziehen, unterrichten, Soph. frg. 434; parodirt von Ar. Equ. 1095.
French (Bailly abrégé)
instruire de nouveau ou complètement.
Étymologie: ἀνά, παιδεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπαιδεύω: ἐκ νέου παιδεύω, διδάσκω, Σοφ. Ἀποσπ. 434, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1099.
Greek Monolingual
(Α ἀναπαιδεύω) παιδεύω
παιδεύω, μορφώνω εκ νέου.
Greek Monotonic
ἀναπαιδεύω: μέλ. -σω, εκπαιδεύω από την αρχή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπαιδεύω: перевоспитывать Soph., Arph.