ἀντικακουργέω
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
English (LSJ)
damage in return, τινά Pl.Cri.49c, 54c.
Spanish (DGE)
devolver mal por mal αἰσχρῶς Pl.Cri.54c, cf. 49c.
German (Pape)
[Seite 252] dagegen Böses anthun, Schaden zufügen, τινά Plat. Crit. 49 c.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire du mal à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, κακουργέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικᾰκουργέω: κακοποιῶ διότι ἐκακοποιήθην, ἀντικακουργεῖν κακῶς πάσχοντα Πλάτ. Κρίτων 49C, 54C.
Greek Monotonic
ἀντικᾰκουργέω: μέλ. -ήσω, επιφέρω βλάβη με τη σειρά μου, τινά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικακουργέω: воздавать злом за зло, со своей стороны причинять ущерб (τινα Plat.).