ἀντιχράω

From LSJ
Revision as of 13:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιχράω Medium diacritics: ἀντιχράω Low diacritics: αντιχράω Capitals: ΑΝΤΙΧΡΑΩ
Transliteration A: antichráō Transliteration B: antichraō Transliteration C: antichrao Beta Code: a)ntixra/w

English (LSJ)

(χράω B) to be sufficient, only in aor. 1, ὁ ποταμὸς οὐκ ἀντέχρησε τῆ στρατιῆ πινόμενος Hdt.7.127, cf. 187.

Spanish (DGE)

ser suficiente un río οὐκ ἀντέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος Hdt.7.127, τὰ σιτία ἀντέχρησε ... μυριάσι τοσαύτῃσι Hdt.7.187.

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ sg. ἀντέχρησε;
suffire à, τινι.
Étymologie: ἀντί, χράω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιχράω: (χράω Β) ἀρκῶ, ἐπαρκῶ, ὡς τὸ ἀποχράω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, ὁ ποταμὸς οὐκ ἀντέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος, ἀλλ’ ἐπέλιπε Ἡρόδ. 7. 127· τὰ σιτία ἀντέχρησε ... μυριάσι τοσαύτῃσι αὐτόθ. 187.

Greek Monolingual

ἀντιχράω (Α)
αρκώ, επαρκώ.

Greek Monotonic

ἀντιχράω: (χράω Β), είμαι επαρκής, όπως το ἀποχράω, μόνο στον αόρ. αʹ, ἀντέχρησε, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιχράω: (только 3 л. sing. aor.) быть достаточным, хватать (τὰ σιτία ἀντέχρησέ τινι Her.).

Middle Liddell

χράω B] only in aor1, ἀντέχρησε]
to be sufficient, like ἀποχράω, Hdt.