ἀπάτερθε
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
[πᾰ], before a vowel ἀπάτερθεν, Adv.
A apart, aloof, ἀπάτερθε δὲ θωρήσσοντο Il.2.587, cf. Thgn.1059, Pi.O.7.74.
II as preposition c.gen., far away from, ἀπάτερθεν ὁμίλου Il.5.445, cf. Thgn.1153; γόων ἀπάτερθεν IG14.2123.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [-θεν ante vocal]
adv.
1 aparte, aisladamente, separadamente ἀ. δὲ θωρήσσοντο Il.2.587, cf. h.Merc.403, Thgn.1059
•Pi.O.7.74.
2 c. gen. a un lado, apartado de, lejos de ἀ. ὁμίλου Il.5.445, cf. Thgn.1153, γόων ἀ. IUrb.Rom.1379.3 (II/III d.C.).
German (Pape)
[Seite 281] vor Vokalen ἀπάτερθεν, abgesondert, ganz gesondert, wie ἄτερθε, absolut Hom. Iliad. 2, 587. 18, 217; c. gen. 5, 445 ἀπάτερθεν ὁμίλου θῆκεν; ἔχω Pind. Ol. 7, 74.
French (Bailly abrégé)
c. ἀπάτερθεν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάτερθε: πρὸ συμφώνου, πρὸ δὲ φωνήεντος -θεν, ἐπίρρ., χωρίς, χωριστά, μακράν, ἀπ. δὲ θωρήσσοντο Ἰλ. Β. 587, πρβλ. Θέογν. 1059, Πινδ. Ο. 7. 137. ΙΙ. ὡς πρόθεσ. μετὰ γεν., μακρὰν ἀπὸ.., ἀπάτερθεν ὁμίλου Ἰλ. Ε. 445, πρβλ. Θέογν. 1153· γόων ἀπ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 562.
English (Slater)
ᾰπᾰτερθε apart ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd.) (O. 7.74)
Greek Monotonic
ἀπάτερθε: και -θεν, [πᾰ], επίρρ.,
I. χωρίς, χωριστά, χώρια, μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως πρόθ. με γεν., μακριά από, ὁμίλου, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπάτερθε: (ν) (ᾰτ) adv. отдельно, врозь, поодаль Hom., Pind.
(ν) в знач. praep. cum gen. отдельно или вдали от … Hom.
Middle Liddell
I. apart, aloof, Il.
II. prep. c. gen. far away from, ὁμίλου Il.