ἀνόλεθρος
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ον, not ruined, having escaped ruin, Il.13.761.
Spanish (DGE)
-ον
libre de la ruina τοὺς δ' εὗρ' οὐκέτι ... ἀνολέθρους Il.13.761.
German (Pape)
[Seite 240] 1) nicht zu Grunde gerichtet, dem Verderben entronnen, Il. 13, 761 οὐκέτι πάμπαν ἀπήμονας οὐδ' ἀνολέθρους, vgl. Schol. Aristonic. – 2) akt., nicht verderbend (?), vgl. ἀνώλεθρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a pas subi de dommage, qui n’a pas péri.
Étymologie: ἀ, ὄλεθρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόλεθρος: -ον, ὁ μὴ παθὼν ὄλεθρον, ὁ μὴ ἐξολοθρευθείς, Ἰλ. Ν. 761, πρβλ. τὸ Ἀττ. ἀνώλεθρος.
English (Autenrieth)
untouched by destruction, pl., Il. 13.761†.
Greek Monolingual
ἀνόλεθρος, -ον (Α)
αυτός που γλύτωσε τον όλεθρο, την καταστροφή.
Greek Monotonic
ἀνόλεθρος: Επικ. αντί ἀνώλεθρος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνόλεθρος: избежавший гибели, невредимый Hom.